- διαδηλώνω
- (AM διαδηλῶ -όω) [διάδηλος]καθιστώ κάτι ολοφάνερο2. εκφράζω απροκάλυπτα, δημόσια3. νεοελλ. πραγματοποιώ διαδήλωση (νεολογισμός).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαδηλώνω — διαδηλώνω, διαδήλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαδηλώνω — διαδήλωσα, κοινοποιώ τα αισθήματα ή τη θέση μου, διακηρύττω: Οι εργαζόμενοι διαδήλωσαν την αντίθεσή τους στην ασφαλιστική πολιτική της κυβέρνησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κηρύσσω — και κηρύττω κήρυξα, κηρύχτηκα, κηρυγμένος 1. κάνω γνωστό στο πλήθος με τον κήρυκα, διαδηλώνω, λέγω κάτι δημόσια: Κήρυξε επιστράτευση. 2. κηρύσσω το λόγο του Θεού. 3. «κηρυγμένος εχθρός», φανερός εχθρός: Είναι κηρυγμένος εχθρός της δημοκρατίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)